ναζού

ναζού
η
ναζιάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάζι + κατάλ. -ου (πρβλ. γλωσσ-ού, κουρελ-ού)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαδούσα — η, Ν 1. χαδιάρα, γυναίκα που τής αρέσουν τα χάδια 2. ναζού, καμωματού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάδι + κατάλ. θηλ. ούσα (πρβλ. μακρυμαλλ ούσα)] …   Dictionary of Greek

  • Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… …   Dictionary of Greek

  • Τσαμουρτζής, Ευάγγελος — (Πέργαμος, Μικρά Ασία 1888 – Αθήνα 1965). Έλληνας εφευρέτης, κουρδιστής και μουσικός. Τυφλός από παιδί, το 1910 πηγαίνει στην Αθήνα για μουσικές σπουδές στο Ωδείο Aθηνών. Με την υποστήριξη του τότε διευθυντή του Ωδείου Γ. Νάζου, συνεχίζει τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”